- εκτελωνίζω
- εκτελώνισα, εκτελωνίστηκα, εκτελωνισμένος, μτβ., κάνω τις νόμιμες διατυπώσεις για την παραλαβή ή εξαγωγή εμπορευμάτων από το τελωνείο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.